ανθροπομορφούμαι

ανθροπομορφούμαι
ἀνθρωπομορφοῡμαι (-έομαι) (Μ)
παίρνω ανθρώπινη μορφή
«τὸν τοῡ παντός ποιητὴν αἰσθάνομαι ἀνθρωπομορφούμενον» (Θ. Στουδίτης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”